- καταιβατός
- καται-βᾰτός, ή, όν, poet. for καταβατός, θύραι . . καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν gatesA by which men descend, Od.13.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταιβατός — καταιβατός, ή, όν (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού καταβατός. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καταιβάτης] … Dictionary of Greek
καταιβαταί — καταιβατός by which fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιβατάς — καταιβατά̱ς , καταιβατός by which fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)